πλαγιοδιποδίζω

πλαγιοδιποδίζω
Ν
(για άλογο) βηματίζω γρήγορα σηκώνοντας εναλλάξ τα σύστοιχα πόδια, δηλ. το μπροστινό και το οπίσθιο, ενώ συγχρόνως στηρίζω τα άλλα δύο στη γη, αλλ. πλαγιοποδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + διποδίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοδιποδισμός — ο, Ν [πλαγιοδιποδίζω] (για άλογο) ο πλαγιοτροχασμός, κν. ραβάνι …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοποδίζω — Ν (για άλογο) πλαγιοδιποδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + πόδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”